- προτρεπτικῶς
- προτρεπτικόςhortatoryadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτρεπτικός — ή, ό / προτρεπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [προτρέπω] 1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.) αρχ. 1. ερεθιστικός, διεγερτικός («ἔδεσμα γάλακτος… … Dictionary of Greek